Το Έργο RADAR
Κάθε φορά που αποτυγχάνουμε να αναγνωρίσουμε ένα ‘φυλετικό’ έγκλημα μίσους, οδηγούμαστε σε παραβίαση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Στις Ευρωπαϊκές κοινωνίες, που αναδιαμορφώνονται όλο και περισσότερο λόγω της μετανάστευσης, ο αγώνας ενάντια στο ρατσισμό και την ξενοφοβία αποτελεί βασική πρόκληση για τη δημοκρατία και τη δημόσια ζωή. Πάρα την εφαρμογή νομοθεσίας κατά των διακρίσεων στα κράτη μέλη της ΕΕ, υπάρχει ακόμα ένα βασικό πρόβλημα σε σχέση με την αναγνώριση των διαφορετικών μορφών ρατσισμού και ξενοφοβίας. Αυτές μπορούν να περιλαμβάνουν φυσικές επιθέσεις εναντίων ατόμων ή λεκτική κακοποίηση μέσω ρητορικής του μίσους, δηλαδή, ‘φυλετικό’ και ξενοφοβικό λόγο “που διαδίδει, υποκινεί, προωθεί ή δικαιολογεί το ‘φυλετικό’ μίσος, την ξενοφοβία, τον αντισημιτισμό ή άλλη μορφή εχθρότητας, που βασίζεται στη μη ανοχή και εκφράζεται με επιθετικό εθνικισμό ή εθνοκεντρισμό, διάκριση και εχθρότητα κατά των μειονοτήτων, των μεταναστών και των ανθρώπων μεταναστευτικής καταγωγής” (Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης Πρόταση 97(20)).
Ένα έγκλημα μίσους δεν αποτελεί ποτέ μία μεμονωμένη πράξη. Συνήθως πυροδοτείται και ενθαρρύνεται από τη ρητορική του μίσους, που περιλαμβάνει λόγο που εκφράζει περιφρόνηση, μίσος, προκατάληψη κλπ. Τέτοιου είδους λόγος εκφέρεται όχι μόνο σε απευθείας (πρόσωπο με πρόσωπο) επικοινωνία μέσω ιδιωτικών και δημόσιων συνομιλιών, αλλά και διαδικτυακά (online), σε πολιτικές συζητήσεις, στα ΜΜΕ, καθώς και σε άλλα θεσμικά πλαίσια. Τα εγκλήματα μίσους μπορούν επίσης να είναι επακόλουθο πρακτικών επικοινωνίας προώθησης του μίσους, βασισμένων σε άλλα επίπεδα επικοινωνίας, όπως η φωνή (παραγλωσσικό μήνυμα), η γλώσσα του σώματος (μη λεκτικό μήνυμα), η εικόνα (οπτικό μήνυμα). Τέλος, ο ρατσιστικός λόγος συχνά δεν εκφράζει το μίσος, την προκατάληψη και την περιφρόνηση με απερίφραστο τρόπο, αλλά μπορεί να πάρει και τη μορφή μίας φαινομενικά καλοπροαίρετης αναγνώρισης των διαφορών, που προϋποθέτει τη στερεοτυποποίηση της πολιτισμικής και κοινωνικής ταυτότητας ενός ατόμου. Σε αυτή την περίπτωση, αυτό που μπορεί να φαίνεται σαν αναγνώριση με σεβασμό των διαφορών, υποκρύπτει στερεότυπα και προκαταλήψεις που τελικά γίνονται ετικέτες και στίγμα για τα άτομα.
Επιπλέον, γίνεται όλο και δυσκολότερο για τους δικαστικούς, την αστυνομία, τους πολιτικούς και το ευρύ κοινό να αναγνωρίσουν πότε μία φυσική επίθεση προκαλείται από την ξενοφοβία, γιατί πρέπει να ερμηνευθεί ανάλογα με το πλαίσιο εντός του οποίου έλαβε χώρα. Εξαιτίας αυτού του λόγου, πολύ συχνά τα ‘φυλετικά’ εγκλήματα μίσους δεν αναγνωρίζονται ως τέτοια, και αυτό οδηγεί σε υποτίμηση του φαινομένου. Η αντιμετώπιση των εγκλημάτων που υποκινούνται από ‘φυλετικό’ μίσος σαν μη ‘φυλετικά’ εγκλήματα, οδηγεί σε παραβίαση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είναι κατά συνέπεια απαραίτητο για τις αρχές εφαρμογής του νόμου, αλλά και για τους δημοσιογράφους και τους πολιτικούς, να διαθέτουν εργαλεία που θα τους βοηθούν να αναγνωρίζουν σωστά τα κίνητρα πίσω από τέτοιες εγκληματικές πράξεις.
Το ερμηνευτικό αυτό έργο θα μας επιτρέψει να ορίσουμε τέτοιου είδους πράξεις σε σχέση με τα εγκλήματα μίσους. Ο γενικότερος στόχος του έργου είναι να προσφέρει στους αξιωματούχους επιβολής του νόμου και τους επαγγελματίες του νομικού κλάδου τα απαραίτητα εργαλεία, κυρίως μέσω ανοικτών εκπαιδευτικών δράσεων, που θα διευκολύνουν την αναγνώριση της ‘φυλετικά’ υποκινουμένης ρητορικής μίσους. Για το σκοπό αυτό θα πραγματοποιηθεί ερμηνευτική ανάλυση βασισμένη σε συνεντεύξεις με θύματα εγκλημάτων μίσους, καθώς και σε διαδικτυακό (online) και έντυπο υλικό – δείγμα πρακτικών ρητορικής μίσους σε 6 διαφορετικές χώρες. Το υλικό αυτό θα αναλυθεί και θα κατηγοριοποιηθεί με στόχο το σχεδιασμό ενός εκπαιδευτικού προγράμματος βασισμένου στην έννοια της επικεντρωμένης στην απόκτηση δεξιοτήτων μάθησης και αυτο-αξιολόγησης του δικτύου GINCO* (Grundtvig International Network of Course Organisers). Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα θα είναι κατάλληλο για επαγγελματίες και πραγματικά ή πιθανά θύματα εγκλημάτων μίσους σε εθνικό επίπεδο, αλλά και για εκπαιδευτές σε διεθνές επίπεδο. Επιπλέον εκπαιδευτικές πηγές και δομές θα προσφερθούν σε ηλεκτρονική μορφή (online). Τέλος, το έργο αποσκοπεί στην παραγωγή μίας έκδοσης με εργαλεία, συστάσεις και παραδείγματα καλών πρακτικών που θα διευκολύνουν δράσεις και κανονισμούς κατά των διακρίσεων και του ρατσισμού.
* Διεθνές Δίκτυο Διοργανωτών Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων Grundtvig (GINCO)
Το έργο επιχειρεί να αντιμετωπίσει δύο διαφορετικές ανάγκες:
-
να παράσχει εργαλεία για τη διάκριση μεταξύ της ‘φυλετικά’ υποκινούμενης και της ‘μη φυλετικά’ υποκινούμενης’ βίας.
Είναι πράγματι δύσκολο να αναγνωρίσει κανείς πότε υποθάλπεται ‘φυλετικό’ κίνητρο πίσω από μια φυσική επίθεση, καθώς αυτή θα πρέπει να κατανοηθεί μέσα στο πλαίσιο στο οποίο έλαβε χώρα. Κάθε φορά που αποτυγχάνουμε να αναγνωρίσουμε ένα ‘φυλετικό’ έγκλημα μίσους, οδηγούμαστε στην υποτίμηση του φαινομένου και στην παραβίαση των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων. Αυτό αποτελεί και την αφορμή για αναζήτηση απτών κριτηρίων, προκειμένου να μπορέσει κανείς να διακρίνει μεταξύ της ‘φυλετικά’ υποκινούμενης και της αδιάκριτης βίας.
-
να προσδιορίσει απτά κριτήρια για την αναγνώριση της μη φυσικής βίας, που όμως αποτελεί ‘φυλετική’ επίθεση μέσα από τη χρήση λεκτικής, μη – λεκτικής, παραγλωσσικής ή οπτικής επικοινωνίας στο γραπτό ή και τον προφορικό λόγο αλλά και σε απλούς διαλόγους και κοινές συζητήσεις.
Οι κύριοι στόχοι του έργου είναι:
-
να συγκρίνουμε τη νομοθεσία μεταξύ των χωρών – εταίρων στο πλαίσιο του συγκεκριμένου έργου αλλά και τυχόν σχετικές επιστημονικές μελέτες και άλλα σχετικά κείμενα
-
να εντοπίσουμε συγκεκριμένες επικοινωνιακές πρακτικές μέσα από τη χρήση του λόγου, της φωνής, της γλώσσας του σώματος και των οπτικών μηνυμάτων που διατρέχουν τις συζητήσεις στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα κοινωνικά δίκτυα και συνιστούν λόγο και επικοινωνία μίσους
-
να κατανοήσουμε το μηχανισμό της επικοινωνίας του μίσους μέσα από τις τεχνικές, τις διαδικασίες και τις στρατηγικές που αξιοποιούνται για το σκοπό αυτό
-
να θέσουμε σε δοκιμή μία εκπαιδευτική προσέγγιση μέσα από σεμινάρια που θα πραγματοποιηθούν δια ζώσης και εξ αποστάσεως και θα στοχεύουν στην παροχή συγκεκριμένων εργαλείων για την αναγνώριση τέτοιων επικοινωνιακών πρακτικών και τη σταδιακή αποθάρρυνση της ασυναίσθητης χρήσης τους
-
να επεξεργαστούμε και να αναδείξουμε καλές πρακτικές και πρακτικά εργαλεία χρήσιμα για τις αρχές και τους επαγγελματίες του νομικού κλάδου
Το έργο απευθύνεται σε:
Επαγγελματίες του νομικού κλάδου (δικαστές ή δικηγόρους), αξιωματούχους επιβολής του νόμου (αστυνομία, συνοριοφυλακή, στρατός, κλπ.), μετανάστες (ως δυνητικά ή πραγματικά θύματα ρατσιστικών εγκλημάτων μίσους), διαπολιτισμικούς μεσολαβητές, δασκάλους, κοινωνικούς λειτουργούς, επιμορφωτές καθώς και σε φορείς της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Ευρωπαϊκός Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων).